- ὑδροκέφαλον
- ὑδρο-κέφᾰλον, τό,A water in the head, hydrocephalus, Gal. 14.782: as Adj.,
τὸ ὑ. πάθος Antyll.
ap. Orib.46.27.1.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
τὸ ὑ. πάθος Antyll.
ap. Orib.46.27.1.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ὑδροκέφαλον — water in the head neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑδροκεφάλου — ὑδροκέφαλον water in the head neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑδροκεφάλων — ὑδροκέφαλον water in the head neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑδροκεφάλῳ — ὑδροκέφαλον water in the head neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑδροκέφαλα — ὑδροκέφαλον water in the head neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
υδροκέφαλος — η, ο / ὑδροκέφαλος, ον, ΝΜΑ νεοελλ. 1. (για πρόσ.) αυτός που πάσχει από υδροκεφαλία, υδροκεφαλικός 2. μτφ. α) αυτός που έχει δυσανάλογα ανεπτυγμένο το κέντρο ή το κεντρικό μέρος του σε σύγκριση με τα λοιπά μέρη που τόν συγκροτούν («υδροκέφαλο… … Dictionary of Greek